Με τη συντριπτική κατάργηση δεκάδων Δήμων ήρθε τελικά ο «Καλλικράτης» (διαβάστε το προσχέδιο νόμου, το σχετικό σημείωμα του Υπουργείου και το χωροταξικό σχεδιασμό του Υπουργείου). Τομές στην αυτοδιοίκηση και στην αποκεντρωμένη κρατική διοίκηση φέρνει το σχέδιο όχι όμως μόνο μέσα από τις συνενώσεις. Χρόνια αίτημα των αυτοδιοικητικών στελεχών ήταν πάντα η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων τους. Και οι αρμοδιότητες δεν αναφέρονται μόνο στην αύξηση εξουσίας, αλλά κυρίως στην εγγύτητα των υπηρεσιών προς τους πολίτες, καθώς στη χώρα μας μόνο το 13% των υποθέσεών τους αφορά το δήμο (όταν στην ΕΕ ξεπερνά το 25%).
Οι νέες αρμοδιότητες θα δώσουν τη δύναμη στους τοπικούς άρχοντες να αναπτύξουν προγράμματα που να ενισχύουν την κοινωνική ανάπτυξη και την κοινοτική συνοχή. Μεγάλοι δήμοι όμως σημαίνει και αύξηση ευθυνών, σημαίνει καλύτερο προγραμματισμό. Οι μεγάλοι δήμοι δίνουν κάθε ευκαιρία για πολιτικές οργανωμένες, για παρεμβάσεις σε κάθε πτυχή της τοπικής ζωής. Μάλιστα, η 5ετής θητεία (μετά τις εκλογές του 2014) δίνει ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες προγραμματισμού σε βάθος χρόνου ώστε η Τοπική Αυτοδιοίκηση και να ανταποκριθεί έτσι καλύτερα στη διπλή διεύρυνση μεγέθους και αρμοδιοτήτων με την οποία είναι αντιμέτωπη. Και μάλιστα, η πρόταση να αναλαμβάνουν θητεία οι δήμαρχοι την 1η Σεπτέμβρη επιτρέπει την κατάρτιση 4ετούς Επιχειρησιακού Σχεδίου, Προϋπολογισμού και Τεχνικού Προγράμματος από τη νέα διοίκηση κι όχι την απελθούσα -όπως γινόταν μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα λόγω πολιτικής κόντρας κι εκδικητικότητας, ψηφοφορίες που υπέσκαπταν τη νέα διοίκηση πριν ακόμα αναλάβει.
Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη συγκυρία για την παρουσίαση του «Καλλικράτη». Ενόσω οι Έλληνες συνειδητοποιούν πόσο φτωχή είναι η χώρα, παρουσιάζεται το σχέδιο συμμαζέματος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν μπορεί να υπάρχει τοπικός άρχοντας σε κάθε οικισμό, δεν μπορεί να πληρώνονται άτομα που δεν έχουν σαφή, πλήρη καθήκοντα. Οι δήμοι περιορίζονται στο ένα τρίτο και τα πολιτικά στελέχη στο μισό. Αυτό από μόνο του μπορεί να μη λέει τίποτε, αλλά οι πρώτοι υπολογισμοί κάνουν λόγο για εξοικονόμηση 1,8 δισ. ευρώ το χρόνο.
Ο ως τώρα τεμαχισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε μικρά κομμάτια έδινε στην Ελλάδα τα χαρακτηριστικά ενός κακοσχηματισμένου παζλ. Πολλές Αρχές, πολλές πολιτικές απόψεις και ακόμα περισσότεροι προσανατολισμοί, με αποτέλεσμα ασύμβατες πολιτικές και αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους σε γειτονικούς δήμους (που συχνά έχουν κοινά προβλήματα).
Στα θετικά της Μεταρρύθμισης είναι ο Συνήγορος του Δημότη και της Επιχείρησης, οι συγχωνεύσεις των δημοτικών επιχειρήσεων (και η σε κάθε περίπτωση μείωσή τους σε δύο Νομικά Πρόσωπα ανά δήμο), η σχετική μείωση του πολιτικού προσωπικού στο μισό, η αύξηση των δαπανών (αν κι ακόμη δεν ολοκληρώθηκε η κοστολόγηση από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους των νέων αρμοδιοτήτων), η ηλεκτρονική εξυπηρέτηση κ.ά.
Και φυσικά στην επαρχιώτικη λογική της Ελλάδας και των διαφωνιών για κάθε λόγο κι αφορμή, τίποτα δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς αντιδράσεις. Φυσικά και τούτες δεν είναι λίγες, ειδικά από "γαλάζιους" Δημάρχους. Χάνονται καρέκλες, συνενώνονται προσωπικές φιλοδοξίες, περιορίζεται η κοινωνική τους επιρροή… Κανείς δε θέλει, φυσικά, να δει τα θετικά οφέλη του καλλικρατικού οικοδομήματος. Η φιλοτιμία υπερισχύει του κοινού συμφέροντος (α, ρε Θουκυδίδη). 
Διαβάστε για τη συνένωση των Δήμων Σταυρούπολη, Πολίχνης και Ευκαρπίας στη Θεσσαλονίκη.

Η αξιοπιστία του λόγου και των πράξεων μας καθορίζονται, σε μεγάλο βαθμό , από το βασικό μέγεθος της ηθικής, εκείνο το οποίο αποτελεί την συνισταμένη κοινωνιολογικών εννοιών, όπως: Δίκαιον, αίσθημα ευθύνης, παρρησία, ήθος, την ατομική συνείδηση, την συλλογική αλλά και την ατομο-κοινωνική συνείδηση. Το σύστημα, δηλαδή, των αξιακών μας αρχών.
Ισχυρίζομαι, μετά από τα παραπάνω, ότι δεν αποτελεί ένα μετρήσιμο μέγεθος, τέτοιο, ώστε να έχουμε εκείνην την ικανότητα και να μας δίνεται εκείνο το δικαίωμα, που να το θέτουμε είτε προς διαπραγμάτευση, είτε σε σχετικούς συμψηφισμούς, με άλλους αναγκαίους και κοινωνικά αποδεκτούς, "κανονιστικούς όρους" ή κανονιστικά μεγέθη.
Και αναφέρομαι, σε αποδεκτούς, δημοκρατικούς κοινωνικούς όρους. Το "συνευρίσκομαι", "συνδιαλέγομαι", "συναποφασίζω" και "συλλειτουργώ" είναι οι απαραίτητες κοινωνικές συνθήκες, που προάγουν τον διάλογο, την συλλογικότητα, την κοινωνία και τους πολίτες.
Δεν είναι, ταυτόχρονα, όμως, επ΄ουδενί, αρκετές, μα ούτε και οι μοναδικές σταθερές που θα επιβεβαιώσουν και θα επικυρώσουν την "αξιοπιστία ενός λόγου".
Η ελευθερία στην έκφραση της γνώμης και η αξιοπιστία του λόγου, δε ποσοστικοποιείται. Δεν κρίνεται, αλλά ούτε επικυρώνεται από τους όποιους, κοινωνικούς και δημοκρατικούς πλειοψηφικούς συσχετισμούς. Συμβαδίζουν, αλληλοσυμπληρώνονται και δεν αντιμάχονται.
Στην σύγχρονη εποχή μας, αυτήν εδώ:
- Όπου: η ταχύτητα μας φέρνει στο προσκήνιο την θεαματικότητα  αντί του " ουσιαστικού θεματικού" και το εντυπωσιακό, αντικαθιστά το ωφέλιμο και δημιουργικό.
- Όπου: η αξία της ενημέρωσης και της γνώσης αποτιμώνται με δείκτες και αριθμούς από τα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε, εκείνα που "συναινετικά" διαμορφώνουν συνειδήσεις "περιορισμένης ισχύος" και πεπερασμένης διάρκειας.
- Όπου: η "αξιοπιστία" έχει μετατραπεί, τέλος, σε ένα αντικείμενο μελέτης στατιστικής δημοσκοπήσεων, που την φέρνουν στον πάτο, κάτω-κάτω.. και άλλο δεν πάει. Τότε, να σταθούμε, στο πλάι και να αφουγκραστούμε, τις χαμηλές φωνές.
Οι μεγάλες και δυνατές, πολύ αχό σηκώνουν.

(μερικές θεματικές σκέψεις διαβούλευσης)
Έφτασε επιτέλους η πολυαναμενόμενη πρόταση του Υπουργείου Εσωτερικών για την αρχιτεκτονική αναδιάρθρωση της χώρας. Ως ενεργός πολίτης σε δημοτικά δρώμενα ήθελα πως και πώς να δω το σχέδιο. Μία πρόταση που φιλοδοξεί τελικά να λύσει πολλά από τα προβλήματα που παρουσιάζονται σήμερα σε δήμους αγροτικούς και αστικούς. Μία καλή μελέτη του σχεδίου αποκαλύπτει πολλά νέα θετικά στοιχεία που εισέρχονται στη δημοτική διοίκηση. Έτσι, κατατέθηκε η πρόταση της κυβέρνησης για ηλεκτρονική διακυβέρνηση σε δήμους, για δημοτικά ΑΤΜ εξυπηρέτησης πολιτών, για κάρτα δημότη, συνήγορο του δημότη κλπ. Οι συνενώσεις μπροστά σε αυτά τελικά μάλλον είναι δευτερεύον ζήτημα (έχουν εν τούτοις τη δική τους σημασία για όσους διεκδικούν την εκλογή).
Έχω καταθέσει και στη σχετική διαβούλευση τις εντάσεις μου για την κάρτα δημοτών που πολύ φοβάμαι ότι δε θα δουλέψει όπως οραματιζόμαστε. Ειδικά στα χέρια υπερηλίκων και μεσαίων ηλικιών, θα αποτελεί τροχοπέδη στην εξυπηρέτησή τους, αφού έμαθαν μόνο να στέκονται σε ουρές και να συνδιαλέγονται με το δημόσιο δια ζώσης. Από την άλλη, σχετικά με την ηλεκτρονική διακυβέρνηση πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν ένα εγχείρημα και της προηγούμενης κυβέρνησης, που όμως έμεινε πολύ πίσω. Όχι απαραίτητα εξαιτίας των κυβερνητικών επιλογών για την αυτοδιοίκηση, αλλά κυρίως λόγω της αμάθειας και της φοβίας (που πολλά ΜΜΕ έχουν κατά καιρούς καλλιεργήσει στενόμυαλα και φοβούμενα τη διάχυση πληροφοριών και απομακρύνοντας το δικό τους μονοπώλιο). Την ίδια στιγμή όμως τα δημοτικά ΑΤΜ θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν πολύ κόσμο που δεν έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο. Βέβαια, εγώ προτείνω και δημιουργία Δημοτικών ΚΕΠ για άμεση και καλύτερη εξυπηρέτηση και την άμεση σύνδεση των δημοτολογίων με τις ΔΟΥ και τη ΔΕΗ (για συντονισμό των δημόσιων εγγράφων –ούτως ή άλλως όλα αυτά έχουν τις ίδιες προσωπικές πληροφορίες μέσες άκρες).
Ο Καλλικράτης όμως φιλοδοξεί να οικοδομήσει όχι μόνο έναν ηλεκτρονικό Παρθενώνα, αλλά ουσιαστικά μία δημοκρατικότερη διοίκηση μιας τοπικής κοινότητας. Έτσι, το Δημοτικό Συμβούλιο ανάγεται σε πραγματικά πολιτικό όργανο αποφάσεων κι όχι διαχειριστικό διοικητικό (αν σκεφτούμε ότι θα αυξηθούν οι ευθύνες και οι σύμβουλοι, δεν είναι δυνατόν να συζητούνται θέματα τριτεύουσας σημασίας σε ένα ΔΣ, όπως γίνεται σήμερα). Το ΔΣ θα αποφορτιστεί με την παράλληλη λειτουργία Επιτροπών -αντιπροσωπευτικών παραταξιακά- που θα αποφασίζουν θέματα και η απόφασή τους θα επικυρώνεται από το ΔΣ -ως κυρίαρχο όργανο. Παράλληλα, η παλιά διοικητική ομάδα της δημοτικής αρχής θεσμοθετείται και διευρύνεται με την παρουσία διευθυντών κι άλλων υπηρεσιακών παραγόντων για καλύτερο συντονισμό (Εκτελεστική Επιτροπή). Έτσι, οι πολιτικοί θα σταματήσουν να ανακατεύονται στο γραφειοκρατικό έργο, μια και συχνά καταντούσαν προϊστάμενοι των υπαλλήλων απεμπολώντας τον πολιτικό τους ρόλο.
Δυστυχώς, ο Καλλικράτης δεν προσφέρει πολλά στον εκδημοκρατισμό και την επικοινωνία του κόσμου με τη Διοίκηση. Ναι μεν ορίζονται μερικές τροποποιήσεις για τη λογοδοσία -κλάσης ανώτερες από του Παυλόπουλου- σε σταθερή βάση και επιβάλει τη σύνταξη εκθέσεων διαφόρων οργάνων, αλλά δεν έφτασε στο προχωρημένο και ριζοσπαστικό επίπεδο να απαιτεί διενέργεια πολλών λαϊκών συνελεύσεων (πχ σε κάθε γειτονιά) συντονισμού, προγραμματισμού και απολογισμού. Βέβαια, το γεγονός ότι θα έχουν χρήματα να διαχειριστούν οι τοπικές επιτροπές (τα παλιά ΔΣ) για τοπικά θέματα, είναι πολύ σημαντικό και σίγουρα δημοκρατικό, όπως και η επαφή του Δήμου με την Κοινωνία των Πολιτών. Ωστόσο, τούτη η επαφή με φορείς, συλλόγους, ΜΚΟ κλπ παραμένει θολή πρέπει να θεσμοθετηθεί πιο επιτακτικά και πιο αυστηρά.
Σίγουρα θετικό μοιάζει το βήμα για το Συνήγορο του Δημότη. Ωστόσο, σημαντικό είναι το κενό σχετικά με τη θέση στην ιεραρχία του προσώπου τούτου. Φοβούμαι ότι η μεγάλη εκτίμηση του Συνηγόρου του Πολίτη, φέρνει ιδέες που δε θα λειτουργήσουν σωστά, εκτός κι αν ο Καμίνης τους βάλει χέρι κι αρχίσει να επιβάλει ποινές. Και ο φόβος μου στηρίζεται όχι στην καλά απαιτούμενη εκλογή με τα 2/3 του Δημοτικού Συμβουλίου τούτου του Συνηγόρου του Δημότη, αλλά στη θέση που θα έχει μέσα στη δομή ενός Δήμου.
Πρέπει να είναι ανώτερος από όλους τους Αντιδημάρχους και τουλάχιστον ισότιμος του Δημάρχου (να μπορεί να τον κρίνει). Δεν πρέπει να είναι όμως αναγκαία νομικός (δεν τίθεται καν στο σχέδιο) ούτε όμως και να καταλήξει μετακλητός υπάλληλος-φερέφωνο της Διοίκησης. Σίγουρα δεν πρέπει να έχει το ρόλο του αναχώματος, του προφυλακτήρα του Δημάρχου για την προστασία από παράπονα, αλλά της προστασίας του πολίτη.
Είναι γνωστό ότι η πρώτη τετραετία κάθε καλλικρατικού δήμου θα είναι περίοδος προσαρμογής και διαβούλευσης με τους υπηρεσιακούς παράγοντες και το λαό. Ο συντονισμός των νέων υπηρεσιών, οι συγχωνεύσεις και οι αρμοδιότητες είναι οι μεγάλες δυσκολίες. Ο χάρτης απασχολεί μόνο τα κόμματα και τους αιρετούς, όχι το λαό. Η διαμόρφωση όμως μιας ενιαίας Υπηρεσίας είναι δύσκολη και χρονοβόρα -αν σκεφτούμε ότι θα αργήσει ο σχετικός κώδικας και πώς λειτουργεί το δημόσιο- και αυτό θα έχει αντίχτυπο στον πολίτη. Παράλληλα, ο εκσυγχρονισμός, η ηλεκτρονική διασύνδεση των υπηρεσιών κλπ θα απαιτήσουν μεγάλο κόστος (η λέξη δεν έχει πληθυντικό αριθμό παιδιά) και σίγουρα σχετικό βάθος χρόνου. Και όλα αυτά τα δύσκολα και μπαχαλώδη θα προστεθούν στα υπάρχοντα οικονομικά προβλήματα και το σχεδιασμό των υποδομών τους. Σαφώς οι συνενώσεις νομικών προσώπων των δήμων και υπηρεσιών θα επιβάλουν τον εξορθολογισμό της κατανομής του προσωπικού και αισιοδοξώ ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία θα καλυφθούν οι κενές θέσεις που υπάρχουν σε πολλές υπηρεσίες.
Σε άμεση συνάρτηση όμως με τον εξορθολογισμό της κατανομής του προσωπικού και τον εκσυγχρονισμό της Υπηρεσίας τίθεται αποφασιστικά το ερώτημα του διαχωρισμού των δημοτών-ετεροδημοτών. Γιατί πρέπει ακόμα να διατηρούμε τον απαρχαιωμένο αυτό θεσμό που είναι τόσο αντι-οικονομικός (μεταφορές, ατυχήματα, υπέρογκο κόστος εκλογών κλπ) και να θεωρούνται αυτόματα δημότες όλοι οι πραγματικοί κάτοικοι μιας περιοχής (πιστοποιημένοι μέσω της ΔΕΗ και της ΔΟΥ τους). Γιατί το Δημόσιο να μην μπορεί να ακολουθήσει στην εποχή των υπολογιστών τις μεταναστευτικές ροές και τις μετακινήσεις;

Στο παρελθόν έχω τοποθετηθεί δημόσια για την ανάγκη δημιουργίας μητροπολιτικών αυτοδιοικητικών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με συγκεκριμένες αρμοδιότητες (όποιος θέλει ας διαβάσει τις προτάσεις για μια ανθρώπινη Θεσσαλονίκη ή τις προοπτικές σύστασης μητροπολιτικών διοικήσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Ωστόσο, στο σχέδιο "Καλλικράτης" τούτο το θέμα τίθεται ακροθιγώς.

Γενικώς -και νομίζω έχει φανεί στα δύο περίπου χρόνια παρουσίας μου στο ιστοχωριό- αποδέχομαι τη στατιστική έρευνα και τις μεθόδους της. Είναι, εξάλλου, ένα ακόμα όπλο στα χέρια του μελετητή που τον βοηθά να σκιαγραφήσει αριθμητικά μία τάση (εμπορικής σημασίας ή κοινωνικής φύσης). Ωστόσο, σήμερα φαίνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι η "δημοκρατία" εξελίσσεται σε μία κυριαρχίας της κοινής γνώμης. Βέβαια με τον όρο κοινή γνώμη εννοούμε ξεκάθαρα εκείνο το δημοσκοπικό ποσοστό που είναι ποσοτικότερο και δε λαμβάνει ουσιαστικά υπόψη τα μικρότερα νούμερα που η ίδια έρευνα παρουσιάζει. Οι πολιτικοί λοιπόν προσπαθούν να διαφημίσουν το προϊόν τους καθιστώντας την άσκηση πολιτικής ένα εμπόρευμα που στηρίζει την προώθησή του στην τηλεοπτική προβολή. Βέβαια και παλαιότερα είχαμε ανάλογο μάρκετιγκ με τα έντυπα μέσα, αλλά η κυριαρχία (που συνδέεται με το μορφωτικό επίπεδο) της μικροοθόνης είναι πρωτοφανής.
Δίπλα όμως στην τηλεοπτική οθόνη εμφανίζεται και το ανταγωνιστικό εφεύρημα του Τύπου, εκείνο των δημοσκοπήσεων της κοινής γνώμης. Οι απόψεις ανά μόνας των πολιτών, λοιπόν, ποσοτικοποιούνται ώστε να δείξουν πιο εύγλωττα την κοινωνική επιθυμία. Είναι όμως αυτό δημοκρατικό; Ή αποτελεί ένα ακόμα μέσο χειραγώγισης;
Η ποσοτικοποίηση της κοινής γνώμης -όσο δημοκρατική και να φαίνεται- δεν είναι τίποτε άλλο από μία φασίζουσα εξυπηρέτηση της εξουσίας. Δεν αμφισβητεί, δε συνδιαλέγεται, δε συνθέτει απόψεις διαφορετικές, δεν οραματίζεται, αλλά κινείται στατικά και κρίνει μόνο μέσα από το πρίσμα της δημοκρατία και της υφιστάμενης πολιτικής σκηνής. Η πραγματική δημοκρατία στηρίζεται στην αμφισβήτηση και την κίνηση, όπως το ποτάμι του Ηράκλειτου, και όχι στη στατικότητα της στατικής, όπως τα πυθαγόρεια μαθηματικά.
Η κοινή γνώμη όμως δεν είναι ποτάμι, αλλά χείμαρρος που παρασέρνει τα πάντα. Είναι η αριθμητικοποίηση της ελεγχόμενης πληροφόρησης που παρέχεται στο λαό από τα μέσα επικοινωνίας (έντυπα ή ηλεκτρονικά). Και ως τέτοια πρέπει να εξετάζεται: ως η απόδειξη αν έπιασε ή όχι η δημοσιογραφική προσπάθεια χειραγώγησης. Είναι απλά ένας τρόπος αυτοαξιολόγησης του δημοσιογραφικού χώρου και της "δημοκρατικής" προπαγάνδας του. Εξάλλου, κάθε μέτρηση της κοινής γνώμης στηρίζεται στην ίδια την παρεχόμενη πληροφορία και ακόμα στην διαμόρφωση των ερωτήσεων.

Και επειδή ο διάλογος στο χώρο της αριστεράς φθίνει μέσα σε οπτασίες, μέσα σε μαξιμαλιστικές διαθέσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα και έντονης άρνησης, ας δείξουμε ότι ο λαός επιθυμεί τη συνύπαρξη. Ειδικά στις μέρες μας τούτο είναι τόσο αναγκαίο. Ειδικά όταν ο ΛΑΟΣ ολοένα κι αυξάνει τη δύναμή του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο συμμετοχικός εθελοντισμός από την αρχή αποτέλεσε μία απάντηση στο πιεστικό κίνημα. Η απάντηση αυτή εκφράστηκε μέσα από τη δημιουργία αποσπασματικών ομάδων δράσης, μορφωμάτων αποϊδεολογικοποιημένων που η δημοκρατίακεντρική θέση του πολίτη ως πεμπτουσία της δημοκρατίας[1] καθίστανται απλές ρητορείες. Οι θεσμοί όταν δε δέχονται αμφισβήτηση, όταν δε μετασχηματίζονται με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών δημοκρατικών συμφερόντων, τότε παύουν να υπάρχουν ή καταντούν τροχοπέδη.

προσπάθησε να ελέγξει και να τα θέσει δίπλα της στο Κοινοβούλιο, αφού δεν την απείλησαν, ενισχύοντας την ίδια την κρατική εξουσία που στηλίτευε. Οι οργανώσεις όμως ουσιαστικά γίνονται συμβουλευτικά όργανα, των οποίων η δράση σπάνια αναγνωρίζεται και τούτο ύστερα από χρόνια δυναμικών δράσεων -που όρισαν και την έννοια του ακτιβισμού τελικά- παράλληλα με το κίνημα. Έτσι όμως οι διακηρύξεις της για

Η κινηματική όμως δημοκρατία μπορεί να αμφισβητήσει, τολμά να οραματιστεί και να προτείνει λύσεις και ιδέες. Αντίθετα, με τη συμμετοχική αντίληψη για τη δημοκρατία που επιθυμεί έναν κρατικό οργανισμό διεκπεραίωσης υποθέσεων, η κινηματική δημοκρατία τολμά να συγκρούεται με το κράτος και να λειτουργεί πέρα από τις διατάξεις του, να οργανώνει παρεμβάσεις με στόχους άμεσους, καλλιεργώντας την ιδέα της ανατροπής αντικοινωνικών δημοκρατικών θεσμών. Παρεμβάσεις πολιτών που στηρίζονται στην κοινή αγωνία για το παρόν με βλέψεις στη βελτίωση του μέλλοντος. Μία δημοκρατική αληθινά -αυτοδιοικητική ή κρατική- αρχή δεν μπορεί παρά να αγκαλιάσει τέτοιες παρεμβάσεις. Όχι μόνο δεν πρέπει να αδιαφορεί ή να συγκρούεται μαζί τους, αλλά οφείλει να υπακούσει στα αιτήματά τους γινόμενη η ίδια μέρος -όχι επικεφαλής- αυτής της πρωτοβουλίας.

Εξάλλου, η κινηματική δημοκρατία όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με τη δημοκρατικήΠροτείνει νέα δικαιώματα, αναδιαμορφώνει τη δομή του κόσμου γύρω μας και, συνεπώς, την ικανότητά μας να τον μεταμορφώσουμε. Και είναι πια ανάγκη να αναζητήσουμε και να καταγράψουμε νέα δικαιώματα. Εκστρατεία για νέα δικαιώματα σημαίνει δημιουργία νέων δικαιωμάτων και με αυτή την έννοια αυτό το εκκολαπτόμενο λεξιλόγιο δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατικό[2].

ψηφοθηρική λογική, που εν τέλει χαρίζει δικτατορικές προσωποκεντρικές εξουσίες στις αρχές, αλλά φτάνει σε πλήρη σύγκρουση με τα πρόσωπα, τους θεσμούς και τις επιλογές τους.

Και η κινηματική δημοκρατία έχει ανάγκη τον άμεσο έλεγχο και την απόφαση του πολίτη. Δεν αποσκοπεί στην ελπίδα ως αυτοσκοπό· καλλιεργεί το όραμα ως προοπτική επιτευκτέα ν’ αποκλειστεί το μέλλον, που δεν είναι παρά μία κατασκευή της ελπίδας μας, και να περιοριστεί το "παρόν" στην αγωνία της παρούσας στιγμής που διαλύεται στο παρελθόν[3]. Και όραμα είναι, όπως σημειώνει και ο Πλωτίνος, να ατενίζει κανείς ένα κόσμο που δε δημιουργήθηκε ακόμα.

Και όπως ήδη σημειώσαμε η συμμετοχική δημοκρατία λειτουργεί ως ένας ακόμα φορέας υιοθέτησης του δημοκρατικού συστήματος· δίνει την ψευδαίσθηση στο άτομο πως αναπτύσσει πολιτική και κοινωνική δράση, η οποία τελικά θα συμπληρώσει το κράτος στις αδυναμίες του. Ωστόσο, η λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών και των ΜΚΟ από μόνη της ουδόλως βοηθά στην κατεύθυνση αυτή. Και τούτο επειδή -όπως έχει αποδείξει η παγκόσμια εμπειρία- γίνονται γραφειοκρατικά γρανάζια του πολιτικού μηχανισμού της δημοκρατίας. Όπως τονίζει και ο Camilleri, ούτε κάποιες από τις μεγαλύτερες ΜΚΟ μπορούν να θεωρηθούν υποδειγματικές, κρίνοντας από τις επουσιώδεις αντιπαλότητές τους, την προτεραιότητα που δίνουν συχνά στην προστασία του δικού τους χωραφιού, καθώς και τη συχνή αδυναμία διαβούλευσης με τα ίδια τους τα μέλη, πόσο μάλλον τον κόσμο, που οι ανάγκες του είναι προφανώς το πρωταρχικό τους μέλημα[4]. Οργανώσεις που ιδρύονται από τα πάνω και δεν αποτελούν δημιούργημα του λαού, όχι μόνο δεν καλλιεργούν τη συμμετοχική ιδέα, αλλά εναποθέτουν την επίλυση των ατομικών προβλημάτων σε αλλότριους φορείς -με την ευρεία έννοια του όρου- και εντείνουν την απάθεια του πολίτη. Στο ίδιο πνεύμα ενισχύουν τις φιλοδοξίες για κοινωνική ανάδειξη και προσωπική προβολή των λίγων εκείνων ατόμων που εντάσσονται στους ελιτίστικους συμμετοχικούς αυτούς φορείς. Από την άλλη, το επιχείρημα της κοινωνίας πολιτών είναι περισσότερο διορθωτικό στις ιδεολογικές περιγραφές της καλής ζωής -εν μέρει άρνηση, εν μέρει ενσωμάτωση- παρά ένα που στέκεται δίπλα τους. Αμφισβητεί τη μοναδικότητά τους, δεν έχει όμως δική του μοναδικότητα[5].

Η ίδια η συμμετοχική δημοκρατία όμως όπως παραδέχεται και ο Διαμαντόπουλος[6], δεν μπορεί να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα όπως η οργάνωση της οικονομίας και η σύνδεσή της με τον κρατικό μηχανισμό. Αδυνατεί να απαντήσει, όχι επειδή δεν έχει το κατάλληλο ιδεολογικό οπλοστάσιο, αλλά γιατί εκ φύσεως η συμμετοχή δεν ορίζεται από το κίνημα, αλλά από την ελιτίστικη επιθυμία· λειτουργεί ως ένας άλλου τύπου κομματικός μηχανισμός -πιο ελεύθερος κι ευκίνητος και με πλατύτερη βάση κι έκφραση- και ως ένας ιδιωτικός φορέας -πιο στενός οικονομικά και πιο περιορισμένος στις αποφάσεις του- προσπαθεί να το χειραγωγήσει.

Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι η συμμετοχή ήταν μία κινηματική ενέργεια που τόσο πολύ όμως εντάχθηκε στο σύστημα, ώστε διαθέτει και κόμματα. Η δημοκρατία, δηλαδή, μέσα από το ψευτοδίλημμα της συμμετοχικής δημοκρατίας ουσιαστικά χειραγώγησε την αρχική κινηματική έκφραση και την μετέτρεψε σε ψηφοθηρικό εργαλείο της γραφειοκρατίας των κομμάτων.

Η κινηματική δημοκρατία, αντίθετα, απαιτεί την άμεση αναγνώριση όλων των σχηματισμών που δημιουργεί η ίδια η βάση. Στηριζόμενη στις αρχές της ισότητας και της αυτοοργάνωσης μπορεί μόνο να αποδέχεται τις λαϊκές αντιδράσεις και να τις στηρίζει ηθικά και υλικά. Χωρίς παρέμβαση του κράτους, αλλά με την οικογενειακή θαλπωρή που οφείλει κάθε τοπική κοινωνία να περιβάλλει τέτοιους σχηματισμούς, δίνεται η δυνατότητα μέσα από την εμφάνιση κινηματικών πρωτοβουλιών να αναδειχθούν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Η κινηματική δημοκρατία, εξάλλου, σε τοπικό επίπεδο δεν έχει στόχο την ανάδειξη προσώπων, αλλά των κοινών οραμάτων για τον τόπο. Φέρνει την άμεση και μετακλητή δημοκρατία στο προσκήνιο μέσα από τη δομή των μηχανισμών διεκδίκησης που κάθε φορά θα επιλέξει. Δεν είναι ΜΚΟ που βελτιώνουν το σύστημα και τη δημοκρατία μέσα από οργανωμένες παρεμβάσεις που καλλιεργούν την ελπίδα, αλλά ακολουθεί μία λογική σύγκρουσης προτείνοντας λύσεις αποδεκτές από τη λαϊκή βάση.

Οφείλουμε όμως κάπου εδώ να θέσουμε και τις πιθανές αντιρρήσεις απέναντι στην πρόταση για την κινηματική δημοκρατία. Έτσι, η αριστερά θεωρείται βέβαιο ότι θα κρίνει και αυτήν ως ένα ακόμα απατηλό συμπλήρωμα της δημοκρατίας. Η λενινιστική αριστερά δεν αποδέχεται ένα κίνημα έξω από το κομμουνιστικό όραμα ή κινήσεις που αδυνατεί να ελέγξει αυτή. Εξάλλου, η δική της προσκόλληση στους θεσμούς είναι που έδωσε το άλλοθι της συμμετοχικής δημοκρατίας. Το κίνημα όμως ούτε μπορεί να κοιτά τους θεσμούς ούτε μπορεί να περιμένει την καθοδήγηση των κομμάτων νέου τύπου. Έχει αποδείξει ότι ώριμα στέκεται μακριά από τις ηγετικές παρορμήσεις των κομμάτων κι πως αυτές ουσιαστικά είναι που το έφεραν στη σημερινή του μορφή και υποτονική διάθεση. Λειτουργεί αυθόρμητα πάνω στα χνάρια των μεταμοντέρνων πολιτικών επιλογών που οδηγούν την κοινωνική ζωή σε απορρύθμιση. Η ίδια η κίνηση των πολιτών όμως παρέχει όχι μόνο τις αντιρρήσεις, αλλά και τις πολιτικές λύσεις.

Και, ας τονίσουμε ότι οι πρωτοβουλίες και οι συσπειρώσεις των πολιτών -παρά το ότι φαίνονται αποϊδεολογικοποιημένες- ποτέ δε στέκουν στο απολίτικο βάθρο που τις εντάσσουν κέντρα δογματικά, κέντρα που αισθάνονται ότι απειλούνται από την κινηματική πρωτοκαθεδρία, αρχές που δέχονται επιθετική κριτική ενάντια στις επιλογές τους. Και τούτα διότι η δημοκρατική κοινωνική λύση προϋποθέτει δύο πράγματα: θεμελίωση προτάσεων πολιτικών στο περιεχόμενο των νέων παραγωγικών δυνάμεων και σαφή ρήξη με τα μεταμοντέρνα ατομοκεντρικά ιδεολογήματα περί ελευθερίας και ισότητας[7]. Και η δράση του κινήματος μέσα από τις πρωτοβουλίες των πολιτών και των τοπικών αρχών παρέχουν αυτές τις δυνάμεις, αρκεί να του δείξουμε εμπιστοσύνη.

Εξάλλου, κάθε συσπείρωση που έμμεσα ή άμεσα συγκρούεται με τη νεοφιλελεύθερη λογική της κοινωνικής αποδόμησης προς όφελος των οικονομικών δημοκρατικών συμφερόντων, εμπεριέχει ένα όραμα. Οραματίζεται -στην ειδικότερη εκδοχή της κίνησης των πολιτών και τον άμεσο στόχο της- μία δικαιότερη και ανθρώπινη κοινωνία. Για τη σύγχρονη όμως κεντροαριστερή άποψη αυτό είναι και το τελικό ζητούμενο. Έτσι, το παρόν βελτιώνεται τη στιγμή που η ίδια η δημοκρατία καταντά ουσιαστικά αντιπαραγωγική και αντικοινωνική.

Αξίζει, όμως, να αφιερώσουμε και λίγη έκταση για οράματα του -τάχα- παγκόσμιου ηλεκτρονικού κινήματος που διαμορφώνεται τις μέρες που μιλάμε. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ευελπιστούν σε μία ηλεκτρονική κοινότητα, σε μία e-κοινωνία των πολιτών[8] με αφορμή δημόσιες συζητήσεις τον πολιτικό διάλογο στα fora, στα ιστολόγια και τη νέα μόδα κοινωνικής δικτύωσης του facebook.

Την απάντηση δίνει η Κυριακοπούλου[9] σημειώνοντας ότι η δημόσια σφαίρα εξ ορισμού απαιτεί συμπαρουσία και ζωντανό διάλογο· ο κατακερματισμός των ψηφιακών ταυτοτήτων εμποδίζει την εμπέδωση ενός οικουμενικού δημόσιου συμφέροντος, αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη Κοινωνίας Πολιτών. Όπως αναφέρει ο Holmes, αντίθετα προς τη δημοκρατική αγορά, στο διαδίκτυο δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική διαδικασία λήψης αποφάσεων, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί συναίνεση που να αντιπροσωπεύει τη θέληση της πλειοψηφίας. Το διαδίκτυο επιτρέπει την καθιέρωση της γενικής θέλησης.

Έτσι, νέα διλήμματα και νέες προκλήσεις εμφανίζονται σε ένα κόσμο μακρινό από την καθημερινή ζωή, σε ένα κόσμο εικονικό. Το διαδικτυακό κίνημα συναντά ανυπέρβλητες δομικές δυσκολίες· συναντά ως εμπόδια τα ίδια τα ζητήματα που κλήθηκε να απαντήσει, που κλήθηκε να ξεπεράσει: την απόσταση και το χρόνο. Η μεταμοντέρνα αυτή αντίληψη ουσιαστικά χωλαίνει στην απουσία ενότητας τόπου και χρόνου, όπως παλαιότερα ο τύπος. Ο ίδιος, εντούτοις, ο δημόσιος διάλογος μπορεί να ενισχύεται, αλλά το κίνημα τελικά δεν μπορεί να στηριχτεί σε ένα διάλογο προτάσεων.


[1] Χρ. Διαμαντόπουλος, Συμμετοχική Δημοκρατία.

[2] Χ. Κούκη, Νέα δικαιώματα πέρα από λάθη και σωστά.

[3] Χόρχε Λουίς Μπορχές, Ιστορία της αιωνιότητας, Δοκίμια, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 126.

[4] Jos. A. Camilleri, Η παγκοσμιοποίηση της ανασφάλειας και η δημοκρατική επιταγή.

[5] M. Walzer, Η θέση για μία κοινωνία πολιτών, The Civil Society Argument, Ronald Bremer, Theorizing Citizenship, State University of New York Press, 1995, Albany μτφρ. Τίνα Πλυτά.

[6] βλ. Χρ. Διαμαντόπουλου, ό.π.

[7] βλ. Ι. Κουκιάδης, Η Επαπειλούμενη Συνταξιοδότηση του Σοσιαλισμού και η Προσδοκία ενός νέου Κοινωνικού Κράτους.

[8] βλ. έρευνα της VPRC, Η πολιτική κουλτούρα των blogs, Ιούνιος-Αύγουστος 2008.

[9] βλ. Μ.-Μ. Κυριακοπούλου, κοινωνικά μέσα (social media) και κοινωνία πολιτών, Κοινωνία Πολιτών, σελ.7.

Επειδή πολλά λέγονται τα τελευταία χρόνια για τη συμμετοχική δημοκρατία, ας επιχειρήσουμε μία αντιπαράθεση, μία αντιπαράθεση ανάμεσα στην κινηματική και τη συμμετοχική δημοκρατία, δύο έννοιες που εύκολα συγχέονται. Στο σημείο αυτό όμως κρίνουμε αναγκαία τη διευκρίνηση των διαφορών ανάμεσα στην κινηματική και τη συμμετοχική δημοκρατία, δύο έννοιες που τόσο εύκολα συγχέονται. Εκ προοιμίου ας τονίσουμε ότι η συμμετοχική δημοκρατία δεν είναι μία νέα αντίληψη, αφού τις απαρχές της τις συναντάμε κατά το ΙΘ΄ αιώνα, αν και άρχισε να ενσαρκώνεται κατά την όγδοη και την ένατη δεκαετία του Κ΄ αιώνα, ως αντίδραση απέναντι στο γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό του δημοκρατικού κράτους[1].

Η συμμετοχική δημοκρατία προτείνει την αποσυγκέντρωση της οικονομικής οργάνωσης ασκώντας κριτική στο κυρίαρχο κράτος και στηριζόμενη στις αρχές της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Παράλληλα δε, προωθεί την ιδέα του εθελοντισμού και της αυτοκυβέρνησης σε τοπικό επίπεδο. Έτσι όμως απαξιώνει το κράτος και του αναιρεί σημαντικές αρμοδιότητες, χωρίς να επιζητά τον ουσιαστικό μετασχηματισμό και εκδημοκρατισμό του. Από την άλλη, με την εθελοντική οργάνωση όχι μόνο δε διευθετεί το δημοκρατικό έλλειμμα, αλλά δημιουργεί ελιτίστικες αντιλήψεις ανάμεσα σε εκείνους που ενδιαφέρονται και την απαθή λαϊκή πλειοψηφία. Εξάλλου, η συμμετοχή οράται μόνο μέσα από συγκεκριμένα θεσμικά εθελοντικά μορφώματα (οργανώσεις, ενώσεις, ΜΚΟ κλπ).

Όπως τονίζει και ο Δουζίνας[2] ο δυτικός συνήθιζε να κουβαλάει το φορτίο του λευκού άντρα, την υποχρέωση να διαδώσει τον πολιτισμό, τη λογική, τη θρησκεία και το νόμο στο βάρβαρο μέρος του κόσμου. Εάν τα αποικιοκρατικά πρότυπα ήταν ο ιεραπόστολος και ο αποικιοκράτης διοικητής, τα μετα-αποικιακά πρότυπα είναι ο εκστρατεύων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο λειτουργός της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Ο μεταμοντέρνος φιλάνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πάει σε μακρινά μέρη για να χτίσει νοσοκομεία και αποστολές. Η παγκοσμιοποίηση εξασφάλισε ότι μπορεί να το κάνει αυτό από το μπροστινό του δωμάτιο, βλέποντας τηλεοπτικές εικόνες εγκατάλειψης και αγριότητας και πληρώνοντας με την πιστωτική του κάρτα.

Η ειρωνεία είναι ακόμα μεγαλύτερη στις ίδιες τις εκλογές, που δημαγωγικά διακηρύσσεται ότι είναι ανοιχτές σε όλους ανεξαιρέτως. Η συμμετοχή όμως στην αναμέτρηση -με αξιώσεις εκλογής, βέβαια- είναι εφικτή μόνο στα ευκατάστατα στρώματα της κοινωνίας. Και τούτο επειδή για την ενασχόληση με τα κοινά απαιτείται και ελεύθερος χρόνος και ευμάρεια προκειμένου να τα επενδύσει κάποιος σε εκλογές. Όταν ο ελεύθερος χρόνος καταντά όνειρο απατηλό -ως απόρροια της ψευδαίσθησης της ευμάρειας μέσα από τον καταναλωτισμό και τις ανασφαλείς εργασιακές σχέσεις- και όταν ο αρχικός καταμερισμός εργασιών και ο διαχωρισμός τους -σε πνευματικές και χειρωνακτικές- τον περιορίζουν ακόμα περισσότερο, τότε η συμμετοχή γίνεται προνόμιο μόνο των λίγων ευκατάστατων εκφραστών δημοκρατικών αντιλήψεων. Ουσιαστικά δηλαδή a priori τα εργατικά στρώματα αποκλείονται και η δυνατότητα να είναι κάποιος υποψήφιος -πόσο μάλλον επικεφαλής παράταξης- περιορίζονται μόνο στα πλουσιότερα μεσαία στρώματα (δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες που απασχολούν προσωπικό κτλ). Οι στατιστικές μάλιστα τείνουν να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Από τις εκλογές του 2006 μόνο ένα 5% όσων αναδείχθηκαν στο θέση του Δημάρχου είναι αγρότες και μόλις το 1% δήλωσαν σε σχετική έρευνα εργάτες. Όσοι ανήκουν στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις αποκλείονται από το δημαρχιακό θώκο εφόσον μόνο το 2% ανήκει σε αυτή την κατηγορία[3].

Από την άλλη, η κινηματική δημοκρατία όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να παρακολουθεί τα κοινά, αλλά του προσφέρει και την ευκαιρία να συνδράμει άμεσα στον όποιο ελεύθερο χρόνο του. Η ίδια η δημοκρατική συμμετοχή δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο μέσα από το απλό πρίσμα της επιθυμίας για δράση, ειδικά όταν οι δημοκρατικές σχέσεις παραγωγής είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που απαιτείται για την εθελοντική αυτή προσφορά.

Και βέβαια οι ΜΚΟ θέλουν να επηρεάζουν την κοινωνία και την εξουσία, αλλά δε διεκδικούν την πολιτική εξουσία όπως τα πολιτικά κόμματα και τα οργανωμένα συμφέροντα. Συμπληρώνουν και επεκτείνουν τους αντιπροσωπευτικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς και δεν επιδιώκουν την υποκατάστασή τους[4]. Η συμμετοχή όμως αυτή έρχεται απλά να συμπληρώσει το κράτος χωρίς να θίγει τις αρμοδιότητές του και κυρίως χωρίς να αντιτάσσουν ένα όραμα για την κοινωνία. Το όραμα αυτό είναι και η κύρια διαφορά της από την κινηματική δημοκρατία.

Η τελευταία, αντίθετα, ξεπερνά την απλή ελιτίστικη ιδέα του εθελοντισμού· μέσα από τη δράση προβάλλει ένα όραμα που τολμά να συγκρουστεί όχι με πολίτες διαφωνούντες, αλλά με τα δημοκρατικά συμφέροντα· ο ίδιος ο ακτιβισμός με τους φορείς εξουσίας ξεπερνά την προπαγανδιστική συσκότιση των πολιτών που βλέπουν συνολικά πια τον κοινωνικό σχηματισμό.

Ο πόνος και η δυστυχία έχουν υποκαταστήσει την ιδεολογία και τα ηθικά συναισθήματα έχουν υποκαταστήσει την πολιτική. Αυτό όμως το είδος ακτιβισμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων μετατρέπεται σε αντι-πολιτική, άμυνα των «αθώων» έναντι της εξουσίας χωρίς καμία κατανόηση της λειτουργίας της εξουσίας και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για συλλογική δράση που θα μπορούσε να αλλάξει τα αίτια της φτώχειας, της αρρώστιας ή του πολέμου[5].

Ομοίως και για τον Ευ. Βενιζέλο[6] αυτό το δίκτυο των μη κυβερνητικών οργανώσεων και η έτσι νοούμενη «κοινωνία των πολιτών» δεν γίνονται αντιληπτά ως ενεργητική και δραστήρια όψη της κοινωνίας, αλλά ως ένα "μετανεωτερικό" και «εναλλακτικό» σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης που αντιτάσσεται στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα· ένα σύστημα που συγκροτείται από τα κόμματα, τους δημοκρατικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, με κορυφαίο το κοινοβούλιο, αλλά και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Και σημειώνει παρακάτω ότι οι ΜΚΟ και η κοινωνία των πολιτών διαλαλούν, κρύβουν το λανθάνον μήνυμα της υποκατάστασης του πολιτικού συστήματος και της ανάληψης της λειτουργίας της κοινωνικής αντιπροσώπευσης. Μόνο που αυτό γίνεται στο όνομα της γνώσης, της ευαισθησίας, του ενδιαφέροντος για κάποιο θέμα και όχι στο όνομα της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της λαϊκής εντολής. Το αστείο είναι, βέβαια, ότι τον όρο "κοινωνία των πολιτών" τον χρησιμοποιούν και οι φιλελεύθερες δυνάμεις, οι κατεξοχήν ιδεολογικά πολιτικοί σχηματισμοί που θέλουν την απομάκρυνση του πολίτη από την κρίση και τη συμμετοχή[7]. Αυτό όμως δείχνει ακριβώς και το πόσο εύκολα γίνεται υποχείριο της δημοκρατίας.

Ενώ η συμμετοχική δημοκρατία δεν αντιπαραβάλλει απέναντι στις μεταμοντέρνες δημοκρατικές επιλογές κανένα όραμα μετασχηματισμού, η κινηματική μέσα από τις εκφράσεις, που κάθε φορά επιλέγει, και τις δράσεις, που υιοθετεί, αποσκοπεί στην τελική ανατροπή. Στοχεύει σε μία δίκαιη κοινωνία -όσο θολό κι αν φαντάζει εν πρώτοις ένα τέτοιο όραμα· δεν αποζητά μία ελιτίστικη κοινωνία ίσων ευκαιριών ούτε θεσμοθετημένα δικαιωμάτα για όλους, που όμως στην πράξη δεν εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Σε καμία περίπτωση δεν τροφοδοτεί την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κοινωνικό συμβόλαιο. Αντίθετα, προάγει το διάλογο των διοικήσεων -κεντρικών ή τοπικών- και των κοινωνικών φορέων, και επενδύει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας. Ο κοινωνικός διάλογος εξάλλου, αποτελεί ένα πρόσφορο και αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη κοινά αποδεκτών λύσεων σε σημαντικά προβλήματα μιας περιοχής ή μεταξύ ομάδων με αντικρουόμενα συμφέροντα.

Αντίθετα, η συμμετοχική δημοκρατία συνυπάρχει ειρηνικά με τη θεσμοθετημένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως συμπλήρωμά της. Το πόσο, εξάλλου, έχουν ενσωματωθεί οι ΜΚΟ στο δημοκρατικό σύστημα αποδεικνύεται από την ένταξή τους στο Σύνταγμα και τις κρατικές επιχορηγήσεις. Μάλιστα, έχουν χαρακτηριστεί και ως φορέας της πολιτείας και ταυτίζονται ή συγκρίνονται με τα κόμματα[8]. Έτσι, οι εθελοντικοί θεσμοί χωρίς να αμφισβητούν -ιδεολογικά και πολιτικά- τη δημοκρατία, συσκοτίζουν τα αίτια των κοινωνικών ανισοτήτων, των ταξικών διαφοροποιήσεων.

Το κίνημα αδιαφορεί για την αντιπροσώπευση και για την ίδια την εκλογική διαδικασία, αδιαφορεί για τη δημοκρατική αντιπροσώπευση. Οι εκλογές, βέβαια, όσο και να ελέγχονται από τη δημοκρατία έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους επειδή δίνουν την ευκαιρία στο όραμα του κινήματος να αναδειχθεί. Συγκρούεται με τις επιλογές της εξουσίας, προβάλλει το δικό του όραμα -στενής ή ευρείας προοπτικής- αντιπροτείνει τις δικές του επιλογές.



[1] Η ίδια κρατική γιγάντωση βέβαια παρατηρήθηκε και στον ιδιωτικό τομέα των βιομηχανικών κρατών που ανέπτυξε γραφειοκρατικές δομές ανάλογες με εκείνες του πολιτειακού μηχανισμού.

[2] Κ. Δουζίνας, Ανθρωπισμός και πολιτική.

[3] Κεντρική Ένωση Δήμων & Κοινοτήτων, Οι ΟΤΑ σε αριθμούς, Αθήνα 2007, σελ. 19 κ.ε.

[4] Ν. Μουζέλης & Π. Βασιλόπουλος, Σταδιακή ανάδυση μιας νέας εποχής, Κοινωνία Πολιτών, τευχ. 13, σελ. 2.

[5] Κ. Δουζίνας, ό.π.

[6] Ευ. Βενιζέλος, Οι περιπέτειες της Κοινωνίας των Πολιτών.

[7] βλ. Π. Γιαννόπουλου, Κοινωνία Πολιτών και Αυτοδιοίκηση, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 2001 με σχετικό μάλιστα του τότε Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και μετέπειτα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.

[8] βλ. Λ. Παπαδοπούλου, Συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνίας των πολιτών.

Πολλά γράφονται κατά καιρούς για τη μετακινηματική λογική των κομμάτων η οποία αντί να έχει σημαντικό ρόλο στην έκφραση της λαϊκής επιθυμίας έχουν γίνει μοχλός κατάπνιξής της. Όσο κι αν τα δημοκρατικά κόμματα είχαν στόχο πάντα τη διαχείριση του συστήματος, μέχρι πολύ κοντά στο χρόνο, εξέφραζαν σε σημαντικό βαθμό τη λαϊκή βούληση, όσο κι αν αυτή ήταν αποπροσανατολισμένη ή χαλιναγωγούμενη. Η δημοκρατία σήμερα έχει περάσει στη μεταμοντέρνα λογική της λειτουργίας των κομμάτων.

Ωστόσο, φαίνεται ότι η βάση δεν επιθυμεί την αλλαγή της κομματικής σελίδας. Από τη μια οι έντονες επιθέσεις στα δικαιώματα (βλ. παιδεία, ασφαλιστικό κτλ) και από την άλλη η κακή διοίκηση με τα βραχύχρονο μισθό των εργαζομένων δημιουργούν συνθήκες αντίδρασης και δημιουργούν λογικές κινηματικές.

Κάποιοι μιλάνε για πρόσκαιρο φαινόμενο και άλλοι για το τέλος της μεταπολίτευσης. Το ζήτημα δεν είναι ο ορισμός, αλλά η κατεύθυνση. Ήδη η αλλαγή είχε εκφραστεί με την τεράστια ποσοστιαία πτώση του δικομματισμού. Συνεχίζεται σήμερα πια με τις δημοσκοπήσεις που -παρά τις όποιες διαφορές και κριτικές- αντικατοπτρίζουν τη λαϊκή απογοήτευση.

Εξάλλου, ο διαμορφωτής ιστορικά των πολιτικών εξελίξεων -η εκάστοτε μεσαία τάξη- έχει δείξει πρωτοφανή χαρακτηριστικά ριζοσπαστικοποίησης μπροστά στις επιθέσεις που δέχεται. Βέβαια, η ριζοσπαστικοποίηση έχει μόνο κινηματική λογική και δεν απέκτησε καμία έκφραση προς το όραμα ενός άλλου συστήματος (προς το ΚΚΕ) κι ούτε καν διαχείρισης της δημοκρατίας προς το δικαιότερο(προς το ΣΥΡΙΖΑ) παρά τη μετακίνησή της ως εκλογική επιθυμία αριστερότερα, ιδεολογικά-πολιτικά φαίνεται να στέκει στο συντεχνιακό επίπεδο.

Αυτό όμως είναι το πρόβλημα της μόνης ταξικής δύναμης που θα μπορούσε να αλλάξει τη δημοκρατία. Της λείπει το όραμα μια κινηματικής δημοκρατίας, που θα ελέγχεται από την ίδια τη βάση της. Ακόμα η μεσαία τάξη μένει δεμένη στη δημοκρατία και τα κέρδη (οικονομικά και συντεχνιακά-θεσμικά) που απέκτησαν από το κόμματά της. Η μετακίνησή της προς τα αριστερά δε δείχνει επιθυμία αλλαγών, αλλά μόνο διατήρησης του status quo με μία καταναλωτικότερη μισθολογική προοπτική και διεκδίκηση. Φαίνεται ότι ακόμα ο αποπροσανατολισμός, αλλά και η μη συνειδητοποίηση της πολιτικής της δύναμης την κλειδώνει στην απουσία οράματος για το μέλλον.

Η εικόνα των δημοσκοπήσεων μπορεί να ενθουσιάζει την αριστερά ή να ενοχλεί το δικομματισμό, αλλά το μόνο που δείχνει προς το παρόν είναι η απουσία οράματος προς μία κινηματική δημοκρατία αυτοδιαχείρισης[1].


[1] Βέβαια, οι δημοσιογράφοι ως γνήσιοι δημοκράτες, βλέπουν άλλες προοπτικές αποπροσανατολίζοντας και συκοφαντώντας τις όποιες αντιδράσεις του κινήματος και εμμένουν στην προπαγάνδιση των σταθερών κυβερνήσεων που επιτρέπει των καλύτερο έλεγχο της δημοκρατίας και της εξυπηρέτησης των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων.


Αναζήτηση σε αυτό το ιστολόγιο

Είμαστε

Οι ομόκεντρες διαδρομές είναι το νέο διαδικτυακό μας στέκι. Δημιούργημα μιας αυθόρμητης αλλά συνειδητής επιθυμίας. Ένα στέκι που δε στοχεύει σε κανένα μεγαλεπήβολο, μεγαλόστομο και μεγαλειώδη αποτέλεσμα. Ένα ιστολόγιο που θέτει σαν αφετηρία εκκίνησης να ενσπείρει κάποιους σπόρους ιδεών και αξιών και οι οποίοι πιθανόν να αποτελέσουν εφαλτήριο για χρήσιμους προβληματισμούς και ακόμη ακόμη χρήσιμους διαλόγους.

Οι ομόκεντρες διαδρομές έχουν σαν κοινή αφετηρία εκκίνησης ένα διάλογο με άξονα την κοινή λογική την κατάθεση σκέψεων και απόψεων που αφορούν την πολιτική και στην κοινωνία, μακριά από την μικροκομματική πολιτική. Με ανοχή στη διαφορετικότητα, και επιμονή στην πολιτική ηθική, με παρρησία, καλή προαίρεση και ... μιλώ σιγά, μήπως και δεν μ΄ακούσουν !

Επιθυμούμε στα ιδεοδρομικά μας ταξίδια, να εμπλουτίσουμε τις σκέψεις μας, την ψυχή μας και να βελτιώσουμε το εγγύς περιβάλλον μας. Μικρές επιθυμίες, αλλά μεγάλα ταξίδια με ομόκεντρες διαδρομές, λοιπόν.

Δείμος - Σπίθας