Επειδή πολλά λέγονται τα τελευταία χρόνια για τη συμμετοχική δημοκρατία, ας επιχειρήσουμε μία αντιπαράθεση, μία αντιπαράθεση ανάμεσα στην κινηματική και τη συμμετοχική δημοκρατία, δύο έννοιες που εύκολα συγχέονται.
Η συμμετοχική δημοκρατία προτείνει την αποσυγκέντρωση της οικονομικής οργάνωσης ασκώντας κριτική στο κυρίαρχο κράτος και στηριζόμενη στις αρχές της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Παράλληλα δε, προωθεί την ιδέα του εθελοντισμού και της αυτοκυβέρνησης σε τοπικό επίπεδο. Έτσι όμως απαξιώνει το κράτος και του αναιρεί σημαντικές αρμοδιότητες, χωρίς να επιζητά τον ουσιαστικό μετασχηματισμό και εκδημοκρατισμό του. Από την άλλη, με την εθελοντική οργάνωση όχι μόνο δε διευθετεί το δημοκρατικό έλλειμμα, αλλά δημιουργεί ελιτίστικες αντιλήψεις ανάμεσα σε εκείνους που ενδιαφέρονται και την απαθή λαϊκή πλειοψηφία. Εξάλλου, η συμμετοχή οράται μόνο μέσα από συγκεκριμένα θεσμικά εθελοντικά μορφώματα (οργανώσεις, ενώσεις, ΜΚΟ κλπ).
Όπως τονίζει και ο Δουζίνας[2] ο δυτικός συνήθιζε να κουβαλάει το φορτίο του λευκού άντρα, την υποχρέωση να διαδώσει τον πολιτισμό, τη λογική, τη θρησκεία και το νόμο στο βάρβαρο μέρος του κόσμου. Εάν τα αποικιοκρατικά πρότυπα ήταν ο ιεραπόστολος και ο αποικιοκράτης διοικητής, τα μετα-αποικιακά πρότυπα είναι ο εκστρατεύων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο λειτουργός της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Ο μεταμοντέρνος φιλάνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πάει σε μακρινά μέρη για να χτίσει νοσοκομεία και αποστολές. Η παγκοσμιοποίηση εξασφάλισε ότι μπορεί να το κάνει αυτό από το μπροστινό του δωμάτιο, βλέποντας τηλεοπτικές εικόνες εγκατάλειψης και αγριότητας και πληρώνοντας με την πιστωτική του κάρτα.
Η ειρωνεία είναι ακόμα μεγαλύτερη στις ίδιες τις εκλογές, που δημαγωγικά διακηρύσσεται ότι είναι ανοιχτές σε όλους ανεξαιρέτως. Η συμμετοχή όμως στην αναμέτρηση -με αξιώσεις εκλογής, βέβαια- είναι εφικτή μόνο στα ευκατάστατα στρώματα της κοινωνίας. Και τούτο επειδή για την ενασχόληση με τα κοινά απαιτείται και ελεύθερος χρόνος και ευμάρεια προκειμένου να τα επενδύσει κάποιος σε εκλογές. Όταν ο ελεύθερος χρόνος καταντά όνειρο απατηλό -ως απόρροια της ψευδαίσθησης της ευμάρειας μέσα από τον καταναλωτισμό και τις ανασφαλείς εργασιακές σχέσεις- και όταν ο αρχικός καταμερισμός εργασιών και ο διαχωρισμός τους -σε πνευματικές και χειρωνακτικές- τον περιορίζουν ακόμα περισσότερο, τότε η συμμετοχή γίνεται προνόμιο μόνο των λίγων ευκατάστατων εκφραστών δημοκρατικών αντιλήψεων. Ουσιαστικά δηλαδή a priori τα εργατικά στρώματα αποκλείονται και η δυνατότητα να είναι κάποιος υποψήφιος -πόσο μάλλον επικεφαλής παράταξης- περιορίζονται μόνο στα πλουσιότερα μεσαία στρώματα (δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες που απασχολούν προσωπικό κτλ). Οι στατιστικές μάλιστα τείνουν να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Από τις εκλογές του 2006 μόνο ένα 5% όσων αναδείχθηκαν στο θέση του Δημάρχου είναι αγρότες και μόλις το 1% δήλωσαν σε σχετική έρευνα εργάτες. Όσοι ανήκουν στις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις αποκλείονται από το δημαρχιακό θώκο εφόσον μόνο το 2% ανήκει σε αυτή την κατηγορία[3].
Από την άλλη, η κινηματική δημοκρατία όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να παρακολουθεί τα κοινά, αλλά του προσφέρει και την ευκαιρία να συνδράμει άμεσα στον όποιο ελεύθερο χρόνο του. Η ίδια η δημοκρατική συμμετοχή δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο μέσα από το απλό πρίσμα της επιθυμίας για δράση, ειδικά όταν οι δημοκρατικές σχέσεις παραγωγής είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που απαιτείται για την εθελοντική αυτή προσφορά.
Και βέβαια οι ΜΚΟ θέλουν να επηρεάζουν την κοινωνία και την εξουσία, αλλά δε διεκδικούν την πολιτική εξουσία όπως τα πολιτικά κόμματα και τα οργανωμένα συμφέροντα. Συμπληρώνουν και επεκτείνουν τους αντιπροσωπευτικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς και δεν επιδιώκουν την υποκατάστασή τους[4]. Η συμμετοχή όμως αυτή έρχεται απλά να συμπληρώσει το κράτος χωρίς να θίγει τις αρμοδιότητές του και κυρίως χωρίς να αντιτάσσουν ένα όραμα για την κοινωνία. Το όραμα αυτό είναι και η κύρια διαφορά της από την κινηματική δημοκρατία.
Η τελευταία, αντίθετα, ξεπερνά την απλή ελιτίστικη ιδέα του εθελοντισμού· μέσα από τη δράση προβάλλει ένα όραμα που τολμά να συγκρουστεί όχι με πολίτες διαφωνούντες, αλλά με τα δημοκρατικά συμφέροντα· ο ίδιος ο ακτιβισμός με τους φορείς εξουσίας ξεπερνά την προπαγανδιστική συσκότιση των πολιτών που βλέπουν συνολικά πια τον κοινωνικό σχηματισμό.
Ο πόνος και η δυστυχία έχουν υποκαταστήσει την ιδεολογία και τα ηθικά συναισθήματα έχουν υποκαταστήσει την πολιτική. Αυτό όμως το είδος ακτιβισμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων μετατρέπεται σε αντι-πολιτική, άμυνα των «αθώων» έναντι της εξουσίας χωρίς καμία κατανόηση της λειτουργίας της εξουσίας και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για συλλογική δράση που θα μπορούσε να αλλάξει τα αίτια της φτώχειας, της αρρώστιας ή του πολέμου[5].
Ομοίως και για τον Ευ. Βενιζέλο[6] αυτό το δίκτυο των μη κυβερνητικών οργανώσεων και η έτσι νοούμενη «κοινωνία των πολιτών» δεν γίνονται αντιληπτά ως ενεργητική και δραστήρια όψη της κοινωνίας, αλλά ως ένα "μετανεωτερικό" και «εναλλακτικό» σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης που αντιτάσσεται στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα· ένα σύστημα που συγκροτείται από τα κόμματα, τους δημοκρατικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, με κορυφαίο το κοινοβούλιο, αλλά και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Και σημειώνει παρακάτω ότι οι ΜΚΟ και η κοινωνία των πολιτών διαλαλούν, κρύβουν το λανθάνον μήνυμα της υποκατάστασης του πολιτικού συστήματος και της ανάληψης της λειτουργίας της κοινωνικής αντιπροσώπευσης. Μόνο που αυτό γίνεται στο όνομα της γνώσης, της ευαισθησίας, του ενδιαφέροντος για κάποιο θέμα και όχι στο όνομα της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της λαϊκής εντολής. Το αστείο είναι, βέβαια, ότι τον όρο "κοινωνία των πολιτών" τον χρησιμοποιούν και οι φιλελεύθερες δυνάμεις, οι κατεξοχήν ιδεολογικά πολιτικοί σχηματισμοί που θέλουν την απομάκρυνση του πολίτη από την κρίση και τη συμμετοχή[7]. Αυτό όμως δείχνει ακριβώς και το πόσο εύκολα γίνεται υποχείριο της δημοκρατίας.
Ενώ η συμμετοχική δημοκρατία δεν αντιπαραβάλλει απέναντι στις μεταμοντέρνες δημοκρατικές επιλογές κανένα όραμα μετασχηματισμού, η κινηματική μέσα από τις εκφράσεις, που κάθε φορά επιλέγει, και τις δράσεις, που υιοθετεί, αποσκοπεί στην τελική ανατροπή. Στοχεύει σε μία δίκαιη κοινωνία -όσο θολό κι αν φαντάζει εν πρώτοις ένα τέτοιο όραμα· δεν αποζητά μία ελιτίστικη κοινωνία ίσων ευκαιριών ούτε θεσμοθετημένα δικαιωμάτα για όλους, που όμως στην πράξη δεν εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Σε καμία περίπτωση δεν τροφοδοτεί την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κοινωνικό συμβόλαιο. Αντίθετα, προάγει το διάλογο των διοικήσεων -κεντρικών ή τοπικών- και των κοινωνικών φορέων, και επενδύει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας. Ο κοινωνικός διάλογος εξάλλου, αποτελεί ένα πρόσφορο και αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη κοινά αποδεκτών λύσεων σε σημαντικά προβλήματα μιας περιοχής ή μεταξύ ομάδων με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Αντίθετα, η συμμετοχική δημοκρατία συνυπάρχει ειρηνικά με τη θεσμοθετημένη αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως συμπλήρωμά της. Το πόσο, εξάλλου, έχουν ενσωματωθεί οι ΜΚΟ στο δημοκρατικό σύστημα αποδεικνύεται από την ένταξή τους στο Σύνταγμα και τις κρατικές επιχορηγήσεις. Μάλιστα, έχουν χαρακτηριστεί και ως φορέας της πολιτείας και ταυτίζονται ή συγκρίνονται με τα κόμματα[8]. Έτσι, οι εθελοντικοί θεσμοί χωρίς να αμφισβητούν -ιδεολογικά και πολιτικά- τη δημοκρατία, συσκοτίζουν τα αίτια των κοινωνικών ανισοτήτων, των ταξικών διαφοροποιήσεων.
Το κίνημα αδιαφορεί για την αντιπροσώπευση και για την ίδια την εκλογική διαδικασία, αδιαφορεί για τη δημοκρατική αντιπροσώπευση. Οι εκλογές, βέβαια, όσο και να ελέγχονται από τη δημοκρατία έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους επειδή δίνουν την ευκαιρία στο όραμα του κινήματος να αναδειχθεί. Συγκρούεται με τις επιλογές της εξουσίας, προβάλλει το δικό του όραμα -στενής ή ευρείας προοπτικής- αντιπροτείνει τις δικές του επιλογές.
[1] Η ίδια κρατική γιγάντωση βέβαια παρατηρήθηκε και στον ιδιωτικό τομέα των βιομηχανικών κρατών που ανέπτυξε γραφειοκρατικές δομές ανάλογες με εκείνες του πολιτειακού μηχανισμού.
[2] Κ. Δουζίνας, Ανθρωπισμός και πολιτική.
[3] Κεντρική Ένωση Δήμων & Κοινοτήτων, Οι ΟΤΑ σε αριθμούς, Αθήνα 2007, σελ. 19 κ.ε.
[4] Ν. Μουζέλης & Π. Βασιλόπουλος, Σταδιακή ανάδυση μιας νέας εποχής, Κοινωνία Πολιτών, τευχ. 13, σελ. 2.
[5] Κ. Δουζίνας, ό.π.
[6] Ευ. Βενιζέλος, Οι περιπέτειες της Κοινωνίας των Πολιτών.
[7] βλ. Π. Γιαννόπουλου, Κοινωνία Πολιτών και Αυτοδιοίκηση, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 2001 με σχετικό μάλιστα του τότε Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και μετέπειτα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.
[8] βλ. Λ. Παπαδοπούλου, Συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνίας των πολιτών.
0 σχόλια